- αλύτης
- I
(alytes). Γένος ανούρων αμφιβίων της οικογένειας των δισκογλωσσιδών. Ζουν συνήθως στη δυτική και την κεντρική Ευρώπη, σε υγρές τοποθεσίες, μέσα σε τρύπες που ανοίγουν στο έδαφος. Το μήκος του σώματός τους φτάνει τα 5 εκ., ενώ το χρώμα τους είναι σκούρο πρασινωπό, με μαύρες κηλίδες στη ράχη και ασπριδερές κηλίδες στην κοιλιά. Χαρακτηρίζονται επίσης από το μεγάλο κεφάλι τους, με εξογκωμένες τις κόγχες των ματιών, από την κυκλική γλώσσα που είναι στερεωμένη στο κάτω μέρος του στόματος ενώ τριγύρω είναι ελεύθερη, καθώς και από τα δάχτυλα των πίσω ποδιών που είναι ενωμένα με μεμβράνη. Εκπέμπουν έντονη μυρωδιά σκόρδου, που γίνεται αισθητή σε μεγάλη απόσταση.Το κυριότερο είδος είναι o α. ο μαιευτήρ, που πήρε την ονομασία αυτή από τον ιδιόρρυθμο τρόπο αναπαραγωγής του. Στην περίοδο της ωοτοκίας, το αρσενικό βοηθάει το θηλυκό να γεννήσει, πιέζοντας με δύναμη την κοιλιά ώσπου να βγουν τα αβγά στη σειρά. Κατόπιν γονιμοποιεί τα αβγά και τα τοποθετεί με παράξενες κινήσεις στη ράχη του, κοντά στα πίσω πόδια. Για διάστημα 15 έως 20 ημερών κρατά τα αβγά σε αυτή τη θέση και κρύβεται, βγαίνοντας μόνο τη νύχτα για να αναζητήσει την τροφή του. Όταν οι προνύμφες αναπτυχθούν αρκετά, το αρσενικό μπαίνει σε ένα τέλμα και εκεί βγαίνουν από τα αβγά ανεπτυγμένοι γυρίνοι, μήκους περίπου 15 χιλιοστών, που μπορούν να κολυμπούν και τρέφονται να μόνοι τους. Μετά τη γέννηση των αβγών, το θηλυκό δεν φροντίζει καθόλου για την επιβίωση των απογόνων. Μόνο το αρσενικό επιφορτίζεται με αυτή τη φροντίδα.IIΑστυνομικόσώμα στην αρχαία Ηλεία που ήταν υπεύθυνο για την τήρηση της τάξης στους Ολυμπιακούς αγώνες. Τα μέλη του είχαν ραβδιά και μαστίγια για να τιμωρούν αυτούς που παρεκτρέπονταν. Ο πρόεδρος των α. λεγόταν αλυτάρχης και είχε μεγάλη δικαιοδοσία για την ομαλή διεξαγωγή των αγώνων, που έφτανε έως την υπερβολή.* * *ἀλύτης, ο (Α)αυτός που επέβλεπε για την τήρηση τής τάξεως κατά τους ολυμπιακούς αγώνες (οι ἀλύται ήσαν άνδρες ραβδοφόροι ή μαστιγοφόροι και είχαν επικεφαλής τον αλυτάρχη).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι αβέβαιης προελεύσεως. Κατά μία άποψη είναι πιθ. να πρόκειται για λ. ιλλυρική. Κατ’ άλλη άποψη, η λ. ανάγεται σε αρχικό τ. *Fαλυ-τᾶς «ραβδοφόρος» και θεωρείται συγγενής με το γοτθ. walus «ράβδος», καθώς και με το αρχ. σκανδ. volr «κυλινδρική ράβδος».ΣΥΝΘ. αρχ.-μσν. ἀλυτάρχης].
Dictionary of Greek. 2013.